χαριδώτης — και χαροδώτης και δωρ. τ. χαριδώτας, ὁ, θηλ. χαριδῶτις και χαροδῶτις, ώτιδος, Α (ως προσωνυμία τού Ερμού, τής Σελήνης και τής Πειθούς) αυτός που δίνει χαρά, χαριδότης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις + δώτης (< δίδωμι), πρβλ. πλουτο δώτης] … Dictionary of Greek
χαριδῶτα — χαριδώτης joy giver masc voc sg χαριδώτης joy giver masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… … Dictionary of Greek
χαριδότης — και χαριτοδότης και χαροδότης, ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Διονύσου, τού Ερμού και τού Διός) αυτός που δίνει χαρά, χαριδώτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + δότης (< δίδωμι), πρβλ. μισθο δότης, ὀλβο δότης] … Dictionary of Greek
χαριδώτις — ώτιδος, ἡ, Α βλ. χαριδώτης … Dictionary of Greek
χαροδώτης — ὁ, Α βλ. χαριδώτης … Dictionary of Greek
χαροδώτις — ώτιδος, ἡ, Α βλ. χαριδώτης … Dictionary of Greek