χαριδώτης

χαριδώτης
χᾰρῐ-δώτης, ου, ,
A joy-giver, epith. of Hermes, h.Hom.18.12, Plu.2.303d; of Dionysus, Id.Ant.24,2.613e, Jul.Caes.308d; of Zeus, Plu.2.1048c; [dialect] Dor. [suff] χᾰρῐ-δώτας, of Dionysus, Africa Italiana 2.144 ([place name] Cyrene):—fem. [suff] χᾰρῐ-δῶτις, ιδος, Orph.H.55.9.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χαριδώτης — και χαροδώτης και δωρ. τ. χαριδώτας, ὁ, θηλ. χαριδῶτις και χαροδῶτις, ώτιδος, Α (ως προσωνυμία τού Ερμού, τής Σελήνης και τής Πειθούς) αυτός που δίνει χαρά, χαριδότης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις + δώτης (< δίδωμι), πρβλ. πλουτο δώτης] …   Dictionary of Greek

  • χαριδῶτα — χαριδώτης joy giver masc voc sg χαριδώτης joy giver masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… …   Dictionary of Greek

  • χαριδότης — και χαριτοδότης και χαροδότης, ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Διονύσου, τού Ερμού και τού Διός) αυτός που δίνει χαρά, χαριδώτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + δότης (< δίδωμι), πρβλ. μισθο δότης, ὀλβο δότης] …   Dictionary of Greek

  • χαριδώτις — ώτιδος, ἡ, Α βλ. χαριδώτης …   Dictionary of Greek

  • χαροδώτης — ὁ, Α βλ. χαριδώτης …   Dictionary of Greek

  • χαροδώτις — ώτιδος, ἡ, Α βλ. χαριδώτης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”